Newsletter

Εξαίφνης (Κώστας Σιμόπουλος, Περιοδικό Χορός, 1996)

Υπάρχουν στιγμές στον αισθητικό βίο (και αγωγή) κάθε λάτρη των μουσών που τον αιφνιδιάζουν. Στιγμές που επιβάλλουν μια αλλαγή στη στάση του, αναβαθμίζουν τα κριτήριά του, σφραγίζουν τη μνήμη του κι ανανεώνουν τις προσδοκίες του. Υπάρχουν αισθητικές εμπειρίες που μπορούν, όπως δηλώνει και ο στίχος του Ρίλκε, να αλλάξουν την ίδια τη ζωή μας. 'Οταν, πριν μερικά χρόνια, υπέκυψα στην πρόταση να παρακολουθήσω μια εκδήλωση, τη «χορευτική βραδυά» μιας άγνωστής μου χορεύτριας, δεν φανταζόμουν πως θ' ανέτειλε για μένα μια χορευτική αυγή.

Πήγα στην εκδήλωση για εικαστικούς μάλλον παρά για χορευτικούς λόγους καθώς το σκηνικό της παράστασης ήταν δημιούργημα σκηνογράφου φίλης που πολύ εκτιμούσα (κι' εκτιμώ) τη δουλειά της. Ικανοποιημένος από το επίτευγμα της σκηνογράφου κι οπλισμένος μ' όλη την ειρωνική συγκατάβαση που διακρίνει συνήθως τους αρσενικούς «διανοούμενους» όταν αντιμετωπίζουν την τέχνη της Τερψιχόρης, βάλθηκα ν' αντλώ πληροφορίες από το πρόγραμμα. Τα πράγματα μου φάνηκαν πολύ πιο δυσάρεστα απ' ό,τι περίμενα. Χορός χωρίς μουσική κι επιπλέον σπουδές στην Αμερική, ό,τι χειρότερο δηλαδή. Ας ελπίσουμε ότι η «ντίβα» θα είναι όμορφη σκέφτηκα και σύντομη επίσης. Κι ενώ καρτερικά περίμενα ν' αρχίσει, αυτό που νοερά είχα ονομάσει «γυμναστικές επιδείξεις», λειτούργησε το θαύμα. Ύπουλα και κρυφά. Έτσι ακριβώς όπως το περιγράφει ο Νίτσε. Χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά «με το αλαφροπάτημα των πουλιών».

Η κοπέλα ήταν κάτι παραπάνω από όμορφη. Δεν είχε μόνο σκηνική παρουσία αλλά απόπνεε κάτι το μυστηριώδες. Αυθόρμητα, βλέποντας τις πρώτες χορευτικές κινήσεις της, θυμήθηκα το κινέζικο ιδεόγραμμα για το μυστήριο που αποτελείται από δύο μέρη. Το ένα που σημαίνει γυναίκα και το άλλο που σημαίνει νέο. Κι αυτό συνέβη γιατί η μικρή μάγισσα που χόρευε χωρίς μουσική, υπακούοντας στο δικό της εσωτερικό ρυθμό, έμοιαζε να συνδυάζει την πιο βαθειά, την σχεδόν αρχετυπική θυλική χάρη μ ένα πνεύμα τολμηρής χορευτικής νεωτερικότητας, αυστηρό και λιτό σχεδόν μαθηματικά υπολογισμένο. Εκεί εμπρός μου στην σχεδόν σκοτεινή σκηνή, κάτι πολύ οικείο και ταυτόχρονα νέο συνέβαινε. Από βήματα και κινήσεις απλές, επίμονες, άγριες και αρμονικές, μια συγκίνηση αυθεντική, που μόνο ο εκλεκτός χορευτής ξέρει να προκαλεί και να υποβάλλει, αναδυόταν σαν ένας μικρός χορευτικός ήλιος.

Και τότε αιφνιδιάστηκα και μάλιστα διπλά. Γιατί η κοπέλα αφού πρώτα έσυρε τον σιωπηλό ρυθμό της, μετέτρεψε μετά σ' ένα εκτυφλωτικό χορευτικό νεύμα ένα ποίημα. Ποίημα αμερικάνου, είναι αλήθεια, ποιητή αλλά από εκείνους τους λίγους που μ' αρέσουν. Και πρωτού προλάβω νοερά να αποτελειώσω το κακεντρεχές σχόλιο: «δεν έβλαψε δα και τόσο η αμερικανική μαθητεία», η χορεύτρια μ' αιφνιδίασε και πάλι καθώς άρχισε μια άλλη κίνηση, μια κίνηση γεμάτη Ελλάδα. Με μια εκφραστική οικονομία ζηλευτή, που την υποστήριζε μια χορευτική τεχνική κάπως αβέβαιη, συχνά εύθραυστη, αλλά κι εξαιρετικά επινοητική, ανέδειξε την τροχειά ενός ήλιου ελληνικού πάνω από μια θάλασσα ελληνίδα. Χόρεψε τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού σαν αστραφτερή Ναυσικά αλλά και σαν ταπεινή θαλαοσοκτυπημένη χήρα. Με λίγα βότσαλα και περισσή χάρη, η χαρά και η απειλή του ήλιου και της θάλασσας περνούσαν σαν ρίγος από το κορμί που χόρευε στο μάτι που κοιτούσε.

Μετά απ' αυτήν την παράξενη εμπειρία, αυτό το εξαίφνης, αποφάσισα να παρακολουθήσω τα βήματα της μάγισσας. Ίσως να έκανε πάλι το μικρό της θαύμα. Ίσως να μου επέτρεπε να αισθανθώ ξανά τη σχεδόν λησμονημένη προτροπή του Οράτιου και να ψιθυρίσω πάλι «Nunc pede libero pulsanda tellus» όπως εκείνη την πρώτη αξέχαστη βραδυά.

Η ευκαιρία δόθηκε. Οι συνθήκες εντελώς διαφορετικές. Πιο λόγιες προϋποθέσεις κυριαρχούσαν στη δεύτερή μας συνάντηση. Πρωτοποριακές αλλά και κάπως επίσημες. Η χορεύτρια που ήθελα να ξαναδώ θα χόρευε συνοδεύοντας έναν Ρωσοεβραίο συνθέτη πιανίστα. Μια παραγνωρισμένη ακόμα ιδιοφυία, δηλαδή έναν τυπικό εκπρόσωπο της αισθητικής ασκητικής πειθαρχίας και φυσικά ελιτισμού, που καλλιεργούσε σαν αντίβαρο στην πλήξη του σοσιαλισμού και του ρεαλισμού του, η ημιπαράνομη ημιπανίσχυρη σοβιετική πρωτοπορία.

Ο τόπος ταιριαστός. Αττική ύπαιθρος και νεογοτθικός εστετισμός. Το ανάκτορο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Ο απίστευτος συνδυασμός βουκολικής απλότητας και αριστοκρατικής επιτήδευσης, τα υλικά δηλαδή που γέννησαν το κλασικό μπαλέτο, σαν σκηνικό. Μουσική, η ρυθμική γεωμετρία του μαέστρου Βιατσεολάβ Γκανέλιν –υπόδειγμα εκλεπτυσμένης οδύνης και ψυχρής αλαζονείας- και η χορεύτρια. (βλ. Opus a Duo).

Το αποτέλεσμα; Κάτι που θ' έκανε ίσως τον Κλάιστ να ξανασκεφθεί τις δυνατότητες της μαριονέτας από την οποία, έχοντας αποκλείσει τη συνείδηση, περίμενε την τέλεια μπαλαρίνα. Κι αυτό γιατί η χορεύτρια αποκάλυψε ότι η μαριονέτα μπορεί να διαθέτει ψυχή, αποδεικνύοντας έτσι ότι η χορευτική κομψότητα ακρίβεια και χάρη δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ζήτημα μηχανικής τελειότητας, που κερδίζεται από τη θυσία της συνείδησης, αλλά ψυχικής δύναμης που υπερνικά και το πολυμήχανο και το αμήχανο της σκέτης τεχνικής. Το θαύμα της πρώτης επαφής δεν επαναλήφθηκε. Η παρακαταθήκη όμως γι' αυτήν την επανάληψη εδραιώθηκε. Η παρουσία ψυχής μέσα στη μαριονέτα ήταν ένα είδος υπόσχεσης για κάτι τέτοιο.

Η τρίτη συνάντηση μου δημιούργησε εντυπώσεις πιο βίαιες και πιο αμφίσημες. Πάλι μια συνύπαρξη της χορεύτριας μ' ένα μουσικό κι εκφραστικό κόσμο ισχυρό και εγωιστικό στην αυτοεξομολόγησή του. Ο Σέσιλ Τέυλορ αποτελεί cult. Φυλετικά είναι απειλητικά ξένος, ανθρώπινα σπαραχτικά οικείος, εύθραυστος και τυραννικός. Ο χορευτής ή χορεύτρια που θα χορέψει στους ήχους του μοιάζουν καταδικασμένοι να υποτακτούν στο ιδίωμά του το τόσο παράξενα βαρβαρικό και υπερπολιτισμένο. (βλ. Improvisation for dance and music).

Τη βραδιά εκείνη όμως η χορεύτρια δεν υπάκουσε στη δικτατορία της μουσικής του μεγάλου συνεργάτη της, αλλά αποκάλυψε με τέχνη μαντική (που αποτελεί την έκτη αίσθηση κάθε σημαντικού καλλιτέχνη) την τρυφερότητα και τη μοναξιά που κρύβει η τόσο ρωμαλέα τόσο περήφανη αισθητική αυτάρκεια του φτασμένου δημιουργού. To έλλειμμα και το περίσσευμα αυτής της άγριας, αυθόρμητης αλλά και εγκεφαλικής και υπερμελετημένης μουσικής, επανεκφράστηκε από την κίνηση ενός διάφανου χορευτικού παιχνιδιού και αναδύθηκε καθαρμένο σαν σχεδόν κλασικό σχήμα, πόνου, οργής και μέριμνας, ειρωνείας κι αγάπης, μουσικής και χορού. Αυτή η χορευτική αποκάθαροη ενός τόσο πυκνού μουσικού ιδιώματος, μου απεκάλυψε μια άλλη απρόσμενη πλευρά του χορού και της χορεύτριάς μου, την ικανότητα να μεσολαβεί και να γεφυρώνει κόσμους φαινομενικά απόλυτα διαφορετικούς. Να δημιουργεί χορεύοντας κοινούς χώρους, χωρίς ωστόσο να διαθέτει την υπερφυσική ιδιότητα, το motus perfectio που απέδιδε στους ιδανικούς χορευτές -τους αγγέλους- ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης.

Η εντύπωση ξαναθύμισε το πρώτο ξάφνιασμα αλλά ενώ και πάλι περιορίστηκε στην υπενθύμιση, όξυνε ακόμα περισσότερο την προσδοκία για την επόμενη συνάντηση για την επόμενη χορευτική πρόκληση.

Η Σονατίνα ένα χορευτικό ντουέτο είχε τη διάσταση μιας νέας πρότασης. Έφερνε αντιμέτωπη την Αναστασία όχι πια με το μουσικό κόσμο ενός άλλου δημιουργού, αλλά με το δημιουργικό αίτημα ενός άλλου χορευτή. Η έκπληξη που μου προξένησε η Σονατίνα ήταν άλλης τάξης. Ξεπερνούσε τον καθαρό αισθητικό ορίζοντα της χορευτικής της τέχνης κι έθετε ζητήματα επικοινωνίας. Με μια σοφή κίνηση, διαλέγοντας το συγχορευτή της η Αναστασία Λύρα απέ-κλεισε το αυτονόητο της συμπληρωματικότητας. Η επιλογή μιας άλλης χορεύτριας, μιας άλλης γυναίκας, της Νατάσας Αβρά, οδήγησε το ζήτημα της επικοινωνίας, ως ετερότητας μέσα στη φαινομενική ομοιότητα, σ' ένα επίπεδο κρίσης. Ο ανταγωνισμός του φαινομενικά όμοιου ανέδειξε το πρόβλημα της διαφοράς ανάγλυφα και ριζικά, προκαλώντας όμως και την επιθυμία της εναρμόνισης.

Ότι χορεύει θέλει να γίνει κάτι διαφορετικό, θέλει να ταξιδέψει μακριά από το αυτονόητο. Θέλει το χωρισμό από τους άλλους. Αλλά ταυτόχρονα θέλει να επιστρέφει στους άλλους διατηρώντας την κατακτημένη διαφορά.

Αρχικά ο φόβος της αποξένωσης προκαλεί την οργάνωση της αποχώρησης συλλογικά. Ο χορός σαν φυγή έχει στην αφετηρία του την ανάγκη της συντροφιάς. Η φυγή κερδίζεται σαν ομαδική μετανάστευση, είναι πράξη συλλογική. Όσο όμως η γοητεία και η πρόκληση του διαφορετικού μεγαλώνει τόσο, το ζευγάρι στην αρχή, το άτομο κατόπι, θέλει να αποσπασθεί από τη χορευτική ομάδα. Το διαφορετικό μέσα στη διαφορά γίνεται κορυφαία επιθυμία.

Κι ο φόβος της αποξένωσης, η ανάγκη της επιστροφής, οξύνεται επίσης. Η υπερήφανη ροπή του ατόμου για ανεξαρτησία, η επιτακτική αλληλεξάρτηση του ζευγαριού, η ύπουλη επιβολή της ομάδας. Η απουσία παρουσία του ετερόφυλου, η επιθυμία απώθηση του ομόφυλου δημιουργούν ένα ρυθμό, μια κίνηση που ανακεφαλαιώνει όλα τα προβλήματα της ελευθερίας και της υποταγής. Της μοναξιάς και της κοινωνίας.

Αυτό το κρυφό σενάριο που διατρέχει κάθε καλλιτεχνικό χορευτικό εγχείρημα, αλλά και κάθε λαϊκό ή κοινωνικό χορό, αναδείχτηκε στην Σονατίνα. Η έλλειψη μουσικής, άντρα και συγχορευτών (ομάδας), εξέθεσε τα δυο γυναικεία σώματα σε μια κλασική σχεδόν γυμνότητα, που οι όποιοι ερωτικοί ή τρυφεροί υπαινιγμοί δεν μπορούσαν να καλύψουν.

Ένα αυστηρό θέαμα αυτογνωσίας που ξετύλιγε πέρα από την όποια γλώσσα, μουσική ή παντομίμα, την μοναξιά και τη συντροφικότητα του σώματος. Μια σχεδόν μαθηματική σπουδή της φυγής, της επιστροφής, της συνάντησης, της ρήξης και της εναρμόνισης. Μια σπουδή της επιθυμίας του ίδιου του σώματος να κινηθεί διαφορετικά, να κινηθεί ελεύθερα, να αφομοιωθεί από την κίνηση, επιθυμία που αποτελεί, την αιτία αλλά και το σκοπό κάθε χορού.

Ο αιφνιδιασμός μου από αυτήν την παράσταση υπήρξε λιγότερο συγκινησιακός, άγγιξε την διάνοια και τον αναστοχασμό. Η Σονατίνα μου επιβεβαίωσε, παρά τις μεγαλοστομίες των νεονιτσεϊκών για το αντίθετο, ότι ο χορός αποτελεί, όπως άλλωστε κάθε πραγματική τέχνη, και «cosa mentale» [πνευματική υπόθεση]. Μπροστά στη νέα αυτή εμπειρία που επανέφερνε την αξία της διάνοιας στο κέντρο μιας τέχνης του ενστίκτου, είχα ξεχάσει σχεδόν τον πρώτο αιφνιδιασμό, το πρώτο θαύμα.

Και να που αυτό πρόβαλλε εξαίφνης και πάλι. Στην τελευταία παράσταση της Αναστασίας Λύρα που παρακολούθησα.

Χωρίς χορευτικό σύντροφο αλλά όχι μόνη, αυτή τη φορά η Αναστασία Λύρα, που σαν να θέλησε να χορογραφήσει εραλδικά το όνομά της, συναντήθηκε με το Λυράρη Ηλία Παπαδόπουλο. Και το θαύμα ξανάγινε. Δοξάρι και χορδή, σώμα, ψυχή και διάνοια, χορευτική κίνηση και ηθική στάση. Μουσική αρχιτεκτονική και χορευτική μουσικότητα, δημιούργησαν μια αρμονία διαυγή και επίσημη, ανάλαφρη και σπουδαία. Μια επιστροφή στις ρίζες που μόνο αυτές δίνουν δύναμη στα φτερά, μια ανάπλαση του Μύθου Ζήθος και Αμφίων: «Και το δοξάρι χόρευε και το κορμί ετραγούδα».

Αιφνιδιάστηκα και πάλι. Αυτή τη φορά μάλιστα πιο έντονα και πιο βαθειά. Γιατί όχι μόνο συγκινήθηκα, αλλά και κατάλαβα. Κατάλαβα ότι η Αναστασία Λύρα ανέδειξε την ουσία του χορού. Αυτής της πιο αντιφατικής απ' όλες τις τέχνες που επιδιώκει το άμεσο, ενώ τρέφεται από το αρχέγονο. Το οντολογικό σθένος του χορού συμπυκνώνει σε μια κίνηση την αιφνίδια γένεση και τον ακαριαίο θάνατο. Η Αναστασία Λύρα γνωρίζει την κίνηση αυτή, την δημιουργεί και την υπακούει.

Ο δεύτερος αιφνιδιασμός ανανέωσε τον πρώτο. Δικαίωσε την προσδοκία και τη μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Στην αμείλικτη κλίμακα της τέχνης το να περιμένεις το επόμενο σκαλοπάτι είναι ίσως ο πιο μεγάλος έπαινος που επιφυλάσσει ο υποψιασμένος συνένοχος, ο θεατής, για τον καλλιτέχνη και δημιουργό.

Κι εγώ κλείνοντας αυτό το χρονικό του αιφνιδιασμού, περιμένω γεμάτος βεβαιότητα και φόβο το νέο άλμα και το καινούργιο βύθισμα της Αναστασίας Λύρα. Το περιμένει, ελπίζω κι ο ίδιος ο τόσο παραγνωρισμένος, αλλά και τόσο σημαντικός ελληνικός έντεχνος χορός.

Απρίλιος 1996 - Κώστας Σιμόπουλος
Περιοδικό Χορός, τ. 22. Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 1996.

 


Share this post

Submit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn